Συνώνυμο της διαπλεκόμενης δημοσιογράφιας ως φαινόμενο σε αυτόν τον τόπο υπήρξε για δεκαετίες ο «Αυριανισμός». Στην πραγματικότητα, η λέξη αυτή αδικεί τους επαγγελματίες της διαπλοκής και τους ομίλους που πέτυχαν να ανεβάσουν και να ρίξουν κυβερνήσεις, από το ΔΟΛ έως τον όμιλο Αλαφούζου. Κουρής εναντίον (οικογένειας) Αλαφούζου: ο «άξεστος μπακάλης» εναντίον του «ευγενούς πλοιοκτήτη», η «κατακίτρινη Αυριανή» εναντίον της «πολυφωνικής Καθημερινής», το «φασιστοκάναλο Alter» εναντίον του «οικολογικού Σκάι». Μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα; Μήπως έχουμε να κάνουμε με τον απατεώνα των εικονικών τιμολογίων εναντίον του χρηματοδότη πρωθυπουργών, το φερέφωνο του πελάτη εναντίον του φερέφωνου του εφοπλιστικού λόμπι, τον κατά συρροή συκοφάντη εναντίον του… κατά συρροή συκοφάντη; Μήπως πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που όμως όταν αναφερόμαστε σε έναν πανίσχυρο όμιλο των ΜΜΕ με ιστορικό όνομα τότε τα πράγματα είναι απείρως χειρότερα; Μήπως ο εμμετικός Αυριανισμός ωχριά μπροστά στον αηδιαστικό Αλαφουζισμό;....Η ιστορική εφημερίδα του Γιώργου Βλάχου, παρότι στη συνείδηση του κοινού θεωρείται ως ένα από τα πλέον έγκριτα έντυπα των (αστικών πάντα) μέσων μαζικής ενημέρωσης, πολύ πριν περάσει στα χέρια του εφοπλιστή Αριστείδη Αλαφούζου, έχει στιγματιστεί από αρκετές «μελανές σελίδες» που ενδεχομένως δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό. Ούτε όμως περίμενε τη διαπλεκόμενη οικογένεια Αλαφούζου για να εμπλακεί σε ύποπτα πολιτικά παιχνίδια, καθώς ήδη από την εποχή της Ελένης Βλάχου είναι πασίγνωστα τα πάρε-δώσε με το παλάτι και η στήριξη του καραμανλικού παρακράτους. Όποια όμως κι αν ήταν η πραγματικότητα, το προφίλ της Καθημερινής και των ανθρώπων της κατάφερνε να παραμένει στο απυρόβλητο και μάλιστα να θεωρούνται ως οι στυλοβάτες της δημοσιογραφίας. Αυτή τη στιγμή λίγη σημασία έχει το πώς κατάφερε η βασιλική ως το μεδούλι Ελένη Βλάχου να πλασαριστεί ως «πασιονάρια» την εποχή της Χούντας, όταν την κοπάνησε από την ταράτσα του σπιτιού της προς Λονδίνο μεριά, επειδή δεν «άντεξε τον κατ’ οίκον περιορισμό» που της επέβαλε το καθεστώς των συνταγματαρχών (ακριβώς γιατί ήταν άνθρωπος του παλατιού). Όμως την ίδια απατηλή λάμψη διατηρεί ως σήμερα το έντυπο και οι κάτοχοί του, με παρόμοιες μεθόδους.
Εφοπλιστικής προπαγάνδας το ανάγνωσμα
Τα μέσα του όμιλου Αλαφούζου πάντα ακολουθούσαν πιστά (αν όχι επηρέαζαν απροκάλυπτα) τις πολιτικές αλλαγές του δικομματισμού. Πουλώντας ένα μετριοπαθές κεντροδεξιό προφίλ για να εξασφαλίζει πολύχρωμη μάζα πελατών, ουκ ολίγες φορές κύλισε στο βούρκο της παραπολιτικής, φτύνοντας εκεί που έγλειφε. Μία τακτική της Καθημερινής και του Σκάι, που ξεκινά από τον πόλεμο στο Μητσοτάκη -με βαρύ πυροβολικό τους αθυρόστομους Τράγκα και Κακαουνάκη- τον οποίον προηγουμένως είχε «φιλοδωρήσει» ο Α. Αλαφούζος. Περνά από την εγκατάλειψη του Σημίτη (σ.σ το 2004, το μεσημεριανό μαγκαζίνο του σταθμού σχεδόν πανηγύριζε τη νίκη της ΝΔ), την πλήρη απαξίωση του αλαφουζικού πουλέν Κ. Καραμανλή, και φτάνει στις ασκήσεις ισορροπίας «μία στο καρφί και μια στο πέταλο» με την κυβέρνηση ΓΑΠ, προκειμένου να σπρώξουν -χωρίς να το κρύβουν- τη «λύση ΔΝΤ». Κύριο χαρακτηριστικό του διαδόχου Γιάννη Αλαφούζου στο τιμόνι της Καθημερινής και του Σκάι είναι η έντονη παρέμβασή του στα πάντα (σ.σ. έφτανε σε σημείο να κάνει σχολιασμούς ως «ανώνυμος ακροατής» και σχεδόν… απέλυσε εκφωνήτρια ειδήσεων στον «αέρα») και οι απροκάλυπτα προσωπικές σταυροφορίες απέναντι σε κάθε πολιτική απόφαση εμπόδιζε τα στενά επιχειρηματικά του συμφέροντα. Κι όταν ο Αλαφούζος αποφασίσει να χτυπήσει κάποιον τότε όλοι μαζί συντονισμένα, δημοσιογράφοι, ρεπόρτερ, αναλυτές, ανεξάρτητοι συνεργάτες, αποκτούν ενιαία σκέψη, μία φωνή και κοινά επιχειρήματα. Μέχρι τον επόμενο στόχο, οπότε πάλι όλοι μαζί κουρδίζονται ως χορωδία και ψάλλουν σε νέο σκοπό. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αλαφούζος έστηνε ένα θίασο δημοσιογράφων/παπαγάλων/φασουλήδων γύρω του και πάντα σε πρώτο ρόλο ραδιοφωνικού προπαγανδιστή: από τον Κακαουνάκη έως τον Παπαδημητρίου και από τον Πορτοσάλτε έως τον Οικονόμου. Περσόνες που κινούνται ανάμεσα σε σχολιαρόπαιδα του ΙΕΚ Γκέμπελς και καρικατούρες του Ξανθόπουλου αναλαμβάνουν τη «βρώμικη δουλειά», αφήνοντας στο παρασκήνιο βαριά ονόματα της δημοσιογραφίας να προσδίδουν κύρος στην Καθημερινή με τις πένες τους.
Ο μόνος στόχος που συνεχίζει να παραμένει κοινός από την εποχή Βλάχου ως την εποχή Αλαφούζου είναι το ΚΚΕ. Όποια άποψη κι αν έχει κανείς για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, είναι απαράδεκτο να έχει ολοκληρωτικά εκτοπιστεί από ένα κανάλι πανελλαδικής εμβέλειας που εκπέμπει σε δημόσια συχνότητα και -ακόμη χειρότερα- να στοχοποιείται ευθέως και πέρα από κάθε δεοντολογία. Τόσο οι συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ, όσο όμως και η κοινοβουλευτική δράση του ΚΚΕ, πυροβολούνται μονίμως από το ραδιοφωνικό και τον τηλεοπτικό Σκάι. Οι ειδήσεις που το αφορούν περνούν εντελώς μασημένες από τους σφόδρα επιτιθέμενους (σε βαθμό εμπάθειας) δημοσιογράφους και σχολιαστές του σταθμού. Ενδεικτικό της εμπάθειας αυτής, το υβρεολόγιο προς το ΠΑΜΕ στο δελτίο του ρ/σ Σκάι κατά τις ημέρες των κινητοποιήσεων της ΠΝΟ. Όταν μάλιστα τόλμησε να ψελίσει η δύσμοιρη ρεπόρτερ του σταθμού ότι η κινητοποίηση γίνεται από την ΠΝΟ (και όχι αποκλειστικά από το ΠΑΜΕ) και πως εμποδίζονται μόνο συγκεκριμένα πλοία που είτε παραβιάζουν τον ισχύοντα νόμο είτε σε αυτά επικρατούν συνθήκες γαλέρας, μόνο που δεν της έκλεισε το μικρόφωνο στον αέρα ο πανικόβλητος παρουσιαστής ειδήσεων. Τη μόνη φορά που ο Αλαφούζος έχυσε κροκοδείλια δάκρυα με φωσκολικά άρθρα για τον καημένο ναυτεργάτη ήταν την εποχή που μέσω της εφημερίδας του χτυπούσε όσους ήταν υπέρ της προοπτικής απόσυρσης των τάνκερ μονού πυθμένα από τις ευρωπαϊκές θάλασσες (σ.σ. δείτε παρακάτω για το θέμα αναλυτικά). Το 2004 η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να επικυρώσει οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επιβολή αυστηρών ποινών σε πληρώματα πλοίων που μόλυναν τη θάλασσα. Η «οικολογική» Καθημερινή έγραφε: «Mέσα ενημέρωσης και Eλληνες πολιτικοί απαιτούν την υιοθέτηση αυστηρών ποινών για τα πληρώματα των πλοίων που ρυπαίνουν τη θάλασσα. Aκόμη και για τους μούτσους. Γι’ αυτούς που δεν γνωρίζουν, τους ενημερώνουμε πως τα πλοία ελέγχονται από νηογνώμονες με ευθύνη των πλοιοκτητών, χωρίς γνώση των πληρωμάτων. Tι φταίνε αυτοί; Nισάφι πια» (Καθημερινή, 28 Οκτ 2004). Βέβαια ο ανώνυμος μούτσος για του οποίου την τύχη κόπτεται το 2004 το συγκρότημα Αλαφούζου, λίγα χρόνια αργότερα θα γίνει καταστροφέας της Ελληνικής οικονομίας και επικίνδυνος στασιαστής που ξυλοφορτώνει αθώους ταξιδιώτες: «…ο Σάββας Τσιμπόγλου που γεννήθηκε πάμφτωχος στα Μανιάτικα, έγινε εργατοπατέρας στον Πειραιά, και κατάφερε να διώξει τόσους τουρίστες από το λιμάνι που ο ‘Ριζοσπάστης’ γράφει ακόμα τα κατορθώματά του για να τον αποθεώσει ο ελληνικός λαός. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στο Βασίλι Ζάιτσεφ και τον Σάββα Τσιμπόγλου, είναι πως ο πρώτος είχε τουφέκι για όπλο, ενώ ο δεύτερος ντουντούκα … Το κομοδινί μαλλί του κ. Τσιμπόγλου ομοιάζει εξαιρετικά με το γούνινο σκουφί του Ζάιτσεφ» (Καθημερινή, 3 Ιουλ 2010). Προφανώς, αν η ΕΕ έστελνε τον κύριο Τσίμπογλου για μόνιμο παραθερισμό σε βραχονησίδα της Ισλανδίας, ο όμιλος του τιμημένου μούτσου θα ένιωθε δικαιωμένος από την ευρωπαϊκή αποφασιστικότητα. Άλλωστε ο κ. Τσίμπογλου δεν είναι μούτσος, αλλά κομμουνιστής!
Μακροσκελές και άκρως ενδιαφέρον,... διαβάστε την συνέχεια εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου