Του Ανέστη Ταρπάγκου
Στη διάρκεια των τριών δεκαετιών που ακολούθησαν την αντιφασιστική νίκη των ευρωπαϊκών λαών στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εφαρμογή της κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής και την ταυτόχρονη άνοδο της ισχύος των αριστερών πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων (ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Ιταλία), και με την εξαίρεση της περίπτωσης των δικτατορικών - αστυνομικών κρατών του ευρωπαϊκού νότου (Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ελλάδας) μέχρι τα μέσα της 10ετίας του 1970, είχε διαμορφωθεί ένα είδος «ισορροπίας» ανάμεσα στη λειτουργία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και στους θεσμούς κοινωνικής πολιτικής, το κράτος πρόνοιας και τα εργατικά λαϊκά δικαιώματα, πάντοτε βέβαια υπό την συνολική αστική ηγεμονία και καπιταλιστική κυριαρχία. Στην ελληνική περίπτωση αυτή η ισορροπία αποκαταστάθηκε ιστορικά, και μάλιστα κατά τρόπο εύθραυστο, μόλις στη 10ετία του 1980 με το εγχείρημα της σοσιαλδημοκρατικής «αλλαγής» και υπήρξε εξαιρετικά σύντομη, εφόσον πήρε τέλος στο μεταίχμιο του 1990.
Ωστόσο η ανάδειξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου δρομολόγησε την εφαρμογή σκληρών μονεταριστικών πολιτικών (Μ. Βρεττανία, ΗΠΑ), που επιχείρησαν την αποδόμηση του κοινωνικού εργασιακού καθεστώτος και αποτέλεσαν το πρότυπο για τις μετέπειτα κυβερνητικές οικονομικές πολιτικές στο σύνολο των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και των κυβερνήσεων των ανατολικών χωρών που προέκυψαν μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, με σκληρότερο ή ηπιότερο τρόπο, ανάλογα με τους εθνικούς ταξικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, εφαρμόστηκε πλέον από το 1990 και μέχρι σήμερα, επί μια ολόκληρη 20ετία, στο σύνολο των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη. Αυτό έγινε δυνατό εξ αιτίας της αποτυχίας του ιστορικού κομμουνιστικού προτύπου της Ανατολικής Ευρώπης στα 1989, της σταδιακής μετατόπισης των δυτικών σοσιαλιστικών κομμάτων προς τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, της άνευ προηγουμένου μετάλλαξης και αποψίλωσης των ισχυρών ευρωπαϊκών Κομμουνιστικών Κομμάτων (Ιταλίας, Γαλλίας, Ισπανίας), καθώς και της μακροπρόθεσμης αποψίλωσης των εργατικών συνδικαλιστικών ενώσεων.
Αυτή η νεοφιλελεύθερη επίθεση που εξαπολύθηκε και εφαρμόστηκε αδιατάρακτα και χωρίς ισχυρές αντιστάσεις από το μεταίχμιο του 1990 μέχρι την επανάκαμψη της κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης της τελευταίας διετίας (κρίση που σε τελική ανάλυση ποτέ δεν ξεπεράστηκε οριστικά από τον σύγχρονο καπιταλισμό), μέσα σʼ ένα οικονομικό πλαίσιο σχετικής κεφαλαιοκρατικής οικονομικής ανάπτυξης (που έφτανε στην ελληνική περίπτωση να προσεγγίζει ετήσιους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ του 3%), επέφερε σταδιακά την αποδιάρθρωση των προηγούμενων ιστορικών κοινωνικών κατακτήσεων: Με τις πολιτικές μείωσης των εργατικών εισοδημάτων, σταδιακής ιδιωτικοποίησης των κοινωφελών επιχειρήσεων και υπηρεσιών, ενίσχυσης της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας και έντασης των διαδικασιών εξαγωγής σχετικής υπεραξίας (τεχνολογικές αναδιαρθρώσεις της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης), διατήρησης της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα και πάντως άνω του 10%, αποψίλωσης των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, επιχειρηματικών πολιτικών πειθάρχησης της εργατικής δύναμης στην παραγωγική διαδικασία, απαρχής εφαρμογής των μορφών μερικής και ελαστικής απασχόλησης κ.λπ.
Η νεοφιλελεύθερη πρόκληση του κοινωνικού εκφασισμού
Σ' αυτή την πολύχρονη πορεία, όπου η νεοφιλελεύθερη πολιτική εφαρμοζόταν πανομοιότυπα τόσο από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (1986-2004) όσο και της Ν.Δ. (2004-2009), άρχισε να εμπεδώνεται ένα καθεστώς «κοινωνικού εκφασισμού», κυρίως στην καπιταλιστική ιδιωτική οικονομία με την παντοδυναμία του εργοδοτικού δεσποτισμού και την παράλληλη παραφθορά των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, που θα μπορούσαν στην αντίθετη περίπτωση να αποτελέσουν το αντίβαρο στη νεοφιλελεύθερη επέλαση. Με αδύναμη τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων της εργατικής τάξης και με χαμηλή την επιρροή του αριστερού πολιτικού κινήματος, πραγματοποιούνταν η αναίρεση των ιστορικών «κοινωνικών συμβολαίων» και ενισχύονταν οι μορφές ισχυρής δικτατορίας του κεφαλαίου στις παραγωγικές διαδικασίες.
Έτσι, ενώ λειτουργούσαν οι θεσμοί της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η αναπαραγωγή τους συνοδευόταν από τον προϊόντα «εκφασισμό» του κοινωνικού εργασιακού καθεστώτος ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, στον βαθμό που ο ευρύτερος δημόσιος τομέας παρέμενε ακόμη σχετικά στο απυρόβλητο. Κατ' αυτό τον τρόπο επήλθε ήδη από τη 10ετία του 1990 και στο πρώτο μισό της 10ετίας του 2000 η ανατροπή της ιστορικής μεταπολεμικής «ισορροπίας» μεταξύ αστικής πολιτικής δημοκρατίας και κοινωνικού κράτους πρόνοιας, κλονίζοντας σʼ ένα πρώτο στάδιο την «κοινωνική συναίνεση» που είχε διαμορφωθεί προηγούμενα (και που η γαλλική και ιταλική εξεγέρσεις του τέλους της 10ετίας του 1960, παρ' όλη τη σημασία τους, δεν είχαν κατορθώσει να κλονίσουν ισχυρά).
Όσο βέβαια διαρκούσε μια σχετικά ανθηρή καπιταλιστική συσσώρευση που έδινε διεξόδους παραγωγικής απασχόλησης στον εργαζόμενο κόσμο και δυνατότητας υπεραπασχόλησης για την αύξηση των εργατικών εισοδημάτων, αυτή η «ανισορροπία» δεν γινόταν με σαφήνεια εμφανής και καθαρή, ότι δηλαδή η αστική δημοκρατία δεν πατούσε πλέον στο κοινωνικό έδαφος του κράτους πρόνοιας και των εργατικών δικαιωμάτων που η ύπαρξή τους υποσκάπτονταν πλήρως από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο κρατικής διαχείρισης.
Η έκρηξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης στο δεύτερο μισό του 2008, η επανάκαμψη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου με δριμύτερους όρους, και η εφαρμογή ακραίων πλέον νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην τελευταία διετία από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ με τη συνέργεια του ΛΑΟΣ και της Ν.Δ.), την ελληνική αστική τάξη, και τους υπερεθνικούς καπιταλιστικούς τους συμμάχους (Ε.Ε. και ΔΝΤ), μετάλλαξε πλέον και το συνολικότερο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό.
Τα αλλεπάλληλα κύματα επιβολής του κοινωνικού ολοκαυτώματος, που εφαρμόστηκαν με την προσχηματική επίκληση του δημόσιου χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος, ώθησαν τον ήδη υφέρποντα «κοινωνικό φασισμό» στην ακραία του μορφή, με τη σημερινή επιβολή της κοινωνικής δικτατορίας του κεφαλαίου στη μισθωτή εργασία με τη μορφή της βίαιης οικονομικής και θεσμικής επιβολής. Η αναίρεση πλέον του ενός κοινωνικού πυλώνα του ιστορικού ευρωπαϊκού μεταπολεμικού καθεστώτος (κεϋνσιανισμός, καπιταλιστική ανάπτυξη, αστική δημοκρατία, αριστερή πολιτική και συνδικαλιστική ισχύς) καταναλώθηκε πλήρως στη σημερινή συγκυρία, προκειμένου να διασφαλιστούν οι οικονομικοί όροι για το ξεπέρασμα της κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρεσης προς όφελος της αστικής τάξης.
Κατ' αυτό τον τρόπο επήλθε πλέον και εκμηδενισμός του προηγούμενου κοινωνικού consensus των λαϊκών τάξεων προς τους «από πάνω», αφού αυτοί πλέον δεν διασφαλίζουν ούτε την απασχόληση (με την εκτίναξη της ανεργίας στο 14%), ούτε τη λειτουργία των συλλογικών εργατικών δικαιωμάτων (κατάργηση συλλογικών συμβάσεων), ούτε τα κοινωνικά ασφαλιστικά δικαιώματα (πλήρης αποψίλωσή τους) κ.λπ.
Η απόληξη της οικονομικής δικτατορίας στον κρατικό ολοκληρωτισμό
Επόμενο ήταν πλέον στην τρέχουσα συγκυρία, και με την παντελή αναίρεση κάθε μορφής λαϊκής συναίνεσης (ο δικομματισμός μετά βίας φτάνει στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης στο 42% του εκλογικού σώματος, δηλαδή στο μισό του ιστορικού μέσου όρου της επιρροής του), η κρατική κοινοβουλευτική εξουσία να προσλαμβάνει την μορφή της ολοκληρωτικής καταστολής με την πολυμορφία των εκφράσεων που αναδεικνύεται: Από τη μαζική αστυνομική καταστολή των εργατικών απεργιακών κινητοποιήσεων της 5-Μάη-2010 και της 15-Δεκέμβρη-2010, μέχρι την παρατεταμένη αστυνομική βία για την εγκατάσταση του ΧΥΤΑ στην Κερατέα, από την ντεφάκτο αναίρεση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών για την ταχεία εφαρμογή των επιταγών του Μνημονίου μέχρι τις ενέργειες αστυνομικής τρομοκρατίας σε βάρος αγωνιστών του κινήματος και μάλιστα της νεολαίας (πρόσφατες περιπτώσεις αστυνομικού τραμπουκισμού σε βάρος των Ν. Ηλιόπουλου και Δ. Παπαδάτου - Αναγνωστόπουλου) κ.λπ.
Το αστικό κράτος δεν μπορεί πλέον να ασκήσει την πολιτική του (του ακραίου αντεργατικού νεοφιλελευθερισμού), που επιφέρει ανοιχτά το ολοκαύτωμα της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας (εργατικής τάξης, νεολαίας, συνταξιούχων, μικροαστικών στρωμάτων), παρά μετασχηματιζόμενο σε ολοκληρωτικό κράτος, με χαρακτηριστικά πολιτικής αστυνομικής δικτατορικής επιβολής. Ο στόχος πλέον δεν είναι οι όποιες «αντιεξουσιαστικές ομάδες» που «πυρπολούν και καταστρέφουν» (η αστική επιχειρηματολογία του Δεκέμβρη του 2008), για να προκληθεί η συντηρητική συσπείρωση των μικροαστών νοικοκυρέων, αλλά το ίδιο το πλειοψηφικό κοινωνικό σώμα, και προφανώς οι πολιτικές και συνδικαλιστικές του πρωτοπορίες.
Προκύπτει έτσι αβίαστα ότι ο σημερινός κρατικός ολοκληρωτισμός απέναντι στις λαϊκές εργατικές και αριστερές δυνάμεις δεν είναι προϊόν μιας ορισμένης «εκτροπής - αυθαιρεσίας» ενός κατά τα άλλα δημοκρατικού - κοινοβουλευτικού κράτους, αλλά η αναγκαστική πολιτειακή απάντηση της κρατικής εξουσίας απέναντι σε κάθε μορφή κοινωνικής αντιπολίτευσης που αμφισβητεί τη γενικευμένη καταστροφή των λαϊκών εργαζομένων δυνάμεων. Η αναίρεση δηλαδή του «δημοκρατικού» χαρακτήρα του σημερινού κοινοβουλευτικού καθεστώτος αντιπροσωπεύει την πολιτειακή αντανάκλαση του κοινωνικού εκφασισμού και της ανηλεούς οικονομικής δικτατορίας του κεφαλαίου στη μισθωτή εργασία της κοινωνικής παραγωγής. Έτσι καταργείται και ο δεύτερος πυλώνας της μεταπολεμικής ιστορικής «ισορροπίας» και των «κοινωνικών συμβολαίων», ενώ παράλληλα η ευρεία διολίσθηση του σύγχρονου καπιταλισμού από τις διαδικασίες εξαγωγής σχετικής υπεραξίας σε άγριες πλέον μορφές εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, τουλάχιστον σε πολλούς παραγωγικούς τομείς, αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.
Η κατανόηση και επίγνωση αυτής της σημερινής πραγματικότητας, όπου η ολοσχερής αποδόμηση των κοινωνικών εργατικών κατακτήσεων ολοκληρώνεται με την εκτεταμένη χρήση της κρατικής αστυνομικής καταστολής, αναδεικνύει και τον βαθιά πολιτικό δημοκρατικό χαρακτήρα του σύγχρονου κοινωνικού εργατικού ζητήματος και κινήματος. Βέβαια αυτό το γεγονός υποσκάπτει μεσοπρόθεσμα τα θεμέλια της αστικής ηγεμονίας και της καπιταλιστικής κυριαρχίας, στο μέτρο που αυτές ασκούνται σε μια «έρημο» κοινωνικής συναίνεσης. Ωστόσο οι αστικές πολιτικές και επιχειρηματικές δυνάμεις δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά εφόσον είναι υποχρεωμένες από την ίδια τους τη φύση να εξασφαλίσουν την επιβολή των οδυνηρών όρων υπέρβασης της καπιταλιστικής κρίσης προς όφελός τους, μια και οποιαδήποτε κεϋνσιανή οικονομική «παρέκκλιση» εξορκίζεται ως «κόκκινος εχθρός». Γι' αυτό και το σημερινό απεργιακό εργατικό κίνημα που έχει βαθιές οικονομικές και κοινωνικές αφετηρίες αναδεικνύεται ταυτόχρονα σε δημοκρατικό ταξικό κίνημα, συνδέοντας στρατηγικά τις ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές με την πιο πλήρη ανάπτυξη της δημοκρατίας στις λαϊκές της διαστάσεις.
Στη διάρκεια των τριών δεκαετιών που ακολούθησαν την αντιφασιστική νίκη των ευρωπαϊκών λαών στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εφαρμογή της κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής και την ταυτόχρονη άνοδο της ισχύος των αριστερών πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων (ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Ιταλία), και με την εξαίρεση της περίπτωσης των δικτατορικών - αστυνομικών κρατών του ευρωπαϊκού νότου (Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ελλάδας) μέχρι τα μέσα της 10ετίας του 1970, είχε διαμορφωθεί ένα είδος «ισορροπίας» ανάμεσα στη λειτουργία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και στους θεσμούς κοινωνικής πολιτικής, το κράτος πρόνοιας και τα εργατικά λαϊκά δικαιώματα, πάντοτε βέβαια υπό την συνολική αστική ηγεμονία και καπιταλιστική κυριαρχία. Στην ελληνική περίπτωση αυτή η ισορροπία αποκαταστάθηκε ιστορικά, και μάλιστα κατά τρόπο εύθραυστο, μόλις στη 10ετία του 1980 με το εγχείρημα της σοσιαλδημοκρατικής «αλλαγής» και υπήρξε εξαιρετικά σύντομη, εφόσον πήρε τέλος στο μεταίχμιο του 1990.
Ωστόσο η ανάδειξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου δρομολόγησε την εφαρμογή σκληρών μονεταριστικών πολιτικών (Μ. Βρεττανία, ΗΠΑ), που επιχείρησαν την αποδόμηση του κοινωνικού εργασιακού καθεστώτος και αποτέλεσαν το πρότυπο για τις μετέπειτα κυβερνητικές οικονομικές πολιτικές στο σύνολο των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και των κυβερνήσεων των ανατολικών χωρών που προέκυψαν μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, με σκληρότερο ή ηπιότερο τρόπο, ανάλογα με τους εθνικούς ταξικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, εφαρμόστηκε πλέον από το 1990 και μέχρι σήμερα, επί μια ολόκληρη 20ετία, στο σύνολο των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών του πλανήτη. Αυτό έγινε δυνατό εξ αιτίας της αποτυχίας του ιστορικού κομμουνιστικού προτύπου της Ανατολικής Ευρώπης στα 1989, της σταδιακής μετατόπισης των δυτικών σοσιαλιστικών κομμάτων προς τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, της άνευ προηγουμένου μετάλλαξης και αποψίλωσης των ισχυρών ευρωπαϊκών Κομμουνιστικών Κομμάτων (Ιταλίας, Γαλλίας, Ισπανίας), καθώς και της μακροπρόθεσμης αποψίλωσης των εργατικών συνδικαλιστικών ενώσεων.
Αυτή η νεοφιλελεύθερη επίθεση που εξαπολύθηκε και εφαρμόστηκε αδιατάρακτα και χωρίς ισχυρές αντιστάσεις από το μεταίχμιο του 1990 μέχρι την επανάκαμψη της κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης της τελευταίας διετίας (κρίση που σε τελική ανάλυση ποτέ δεν ξεπεράστηκε οριστικά από τον σύγχρονο καπιταλισμό), μέσα σʼ ένα οικονομικό πλαίσιο σχετικής κεφαλαιοκρατικής οικονομικής ανάπτυξης (που έφτανε στην ελληνική περίπτωση να προσεγγίζει ετήσιους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ του 3%), επέφερε σταδιακά την αποδιάρθρωση των προηγούμενων ιστορικών κοινωνικών κατακτήσεων: Με τις πολιτικές μείωσης των εργατικών εισοδημάτων, σταδιακής ιδιωτικοποίησης των κοινωφελών επιχειρήσεων και υπηρεσιών, ενίσχυσης της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας και έντασης των διαδικασιών εξαγωγής σχετικής υπεραξίας (τεχνολογικές αναδιαρθρώσεις της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης), διατήρησης της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα και πάντως άνω του 10%, αποψίλωσης των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, επιχειρηματικών πολιτικών πειθάρχησης της εργατικής δύναμης στην παραγωγική διαδικασία, απαρχής εφαρμογής των μορφών μερικής και ελαστικής απασχόλησης κ.λπ.
Η νεοφιλελεύθερη πρόκληση του κοινωνικού εκφασισμού
Σ' αυτή την πολύχρονη πορεία, όπου η νεοφιλελεύθερη πολιτική εφαρμοζόταν πανομοιότυπα τόσο από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (1986-2004) όσο και της Ν.Δ. (2004-2009), άρχισε να εμπεδώνεται ένα καθεστώς «κοινωνικού εκφασισμού», κυρίως στην καπιταλιστική ιδιωτική οικονομία με την παντοδυναμία του εργοδοτικού δεσποτισμού και την παράλληλη παραφθορά των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, που θα μπορούσαν στην αντίθετη περίπτωση να αποτελέσουν το αντίβαρο στη νεοφιλελεύθερη επέλαση. Με αδύναμη τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων της εργατικής τάξης και με χαμηλή την επιρροή του αριστερού πολιτικού κινήματος, πραγματοποιούνταν η αναίρεση των ιστορικών «κοινωνικών συμβολαίων» και ενισχύονταν οι μορφές ισχυρής δικτατορίας του κεφαλαίου στις παραγωγικές διαδικασίες.
Έτσι, ενώ λειτουργούσαν οι θεσμοί της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η αναπαραγωγή τους συνοδευόταν από τον προϊόντα «εκφασισμό» του κοινωνικού εργασιακού καθεστώτος ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, στον βαθμό που ο ευρύτερος δημόσιος τομέας παρέμενε ακόμη σχετικά στο απυρόβλητο. Κατ' αυτό τον τρόπο επήλθε ήδη από τη 10ετία του 1990 και στο πρώτο μισό της 10ετίας του 2000 η ανατροπή της ιστορικής μεταπολεμικής «ισορροπίας» μεταξύ αστικής πολιτικής δημοκρατίας και κοινωνικού κράτους πρόνοιας, κλονίζοντας σʼ ένα πρώτο στάδιο την «κοινωνική συναίνεση» που είχε διαμορφωθεί προηγούμενα (και που η γαλλική και ιταλική εξεγέρσεις του τέλους της 10ετίας του 1960, παρ' όλη τη σημασία τους, δεν είχαν κατορθώσει να κλονίσουν ισχυρά).
Όσο βέβαια διαρκούσε μια σχετικά ανθηρή καπιταλιστική συσσώρευση που έδινε διεξόδους παραγωγικής απασχόλησης στον εργαζόμενο κόσμο και δυνατότητας υπεραπασχόλησης για την αύξηση των εργατικών εισοδημάτων, αυτή η «ανισορροπία» δεν γινόταν με σαφήνεια εμφανής και καθαρή, ότι δηλαδή η αστική δημοκρατία δεν πατούσε πλέον στο κοινωνικό έδαφος του κράτους πρόνοιας και των εργατικών δικαιωμάτων που η ύπαρξή τους υποσκάπτονταν πλήρως από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο κρατικής διαχείρισης.
Η έκρηξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης στο δεύτερο μισό του 2008, η επανάκαμψη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου με δριμύτερους όρους, και η εφαρμογή ακραίων πλέον νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην τελευταία διετία από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ με τη συνέργεια του ΛΑΟΣ και της Ν.Δ.), την ελληνική αστική τάξη, και τους υπερεθνικούς καπιταλιστικούς τους συμμάχους (Ε.Ε. και ΔΝΤ), μετάλλαξε πλέον και το συνολικότερο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό.
Τα αλλεπάλληλα κύματα επιβολής του κοινωνικού ολοκαυτώματος, που εφαρμόστηκαν με την προσχηματική επίκληση του δημόσιου χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος, ώθησαν τον ήδη υφέρποντα «κοινωνικό φασισμό» στην ακραία του μορφή, με τη σημερινή επιβολή της κοινωνικής δικτατορίας του κεφαλαίου στη μισθωτή εργασία με τη μορφή της βίαιης οικονομικής και θεσμικής επιβολής. Η αναίρεση πλέον του ενός κοινωνικού πυλώνα του ιστορικού ευρωπαϊκού μεταπολεμικού καθεστώτος (κεϋνσιανισμός, καπιταλιστική ανάπτυξη, αστική δημοκρατία, αριστερή πολιτική και συνδικαλιστική ισχύς) καταναλώθηκε πλήρως στη σημερινή συγκυρία, προκειμένου να διασφαλιστούν οι οικονομικοί όροι για το ξεπέρασμα της κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρεσης προς όφελος της αστικής τάξης.
Κατ' αυτό τον τρόπο επήλθε πλέον και εκμηδενισμός του προηγούμενου κοινωνικού consensus των λαϊκών τάξεων προς τους «από πάνω», αφού αυτοί πλέον δεν διασφαλίζουν ούτε την απασχόληση (με την εκτίναξη της ανεργίας στο 14%), ούτε τη λειτουργία των συλλογικών εργατικών δικαιωμάτων (κατάργηση συλλογικών συμβάσεων), ούτε τα κοινωνικά ασφαλιστικά δικαιώματα (πλήρης αποψίλωσή τους) κ.λπ.
Η απόληξη της οικονομικής δικτατορίας στον κρατικό ολοκληρωτισμό
Επόμενο ήταν πλέον στην τρέχουσα συγκυρία, και με την παντελή αναίρεση κάθε μορφής λαϊκής συναίνεσης (ο δικομματισμός μετά βίας φτάνει στις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης στο 42% του εκλογικού σώματος, δηλαδή στο μισό του ιστορικού μέσου όρου της επιρροής του), η κρατική κοινοβουλευτική εξουσία να προσλαμβάνει την μορφή της ολοκληρωτικής καταστολής με την πολυμορφία των εκφράσεων που αναδεικνύεται: Από τη μαζική αστυνομική καταστολή των εργατικών απεργιακών κινητοποιήσεων της 5-Μάη-2010 και της 15-Δεκέμβρη-2010, μέχρι την παρατεταμένη αστυνομική βία για την εγκατάσταση του ΧΥΤΑ στην Κερατέα, από την ντεφάκτο αναίρεση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών για την ταχεία εφαρμογή των επιταγών του Μνημονίου μέχρι τις ενέργειες αστυνομικής τρομοκρατίας σε βάρος αγωνιστών του κινήματος και μάλιστα της νεολαίας (πρόσφατες περιπτώσεις αστυνομικού τραμπουκισμού σε βάρος των Ν. Ηλιόπουλου και Δ. Παπαδάτου - Αναγνωστόπουλου) κ.λπ.
Το αστικό κράτος δεν μπορεί πλέον να ασκήσει την πολιτική του (του ακραίου αντεργατικού νεοφιλελευθερισμού), που επιφέρει ανοιχτά το ολοκαύτωμα της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας (εργατικής τάξης, νεολαίας, συνταξιούχων, μικροαστικών στρωμάτων), παρά μετασχηματιζόμενο σε ολοκληρωτικό κράτος, με χαρακτηριστικά πολιτικής αστυνομικής δικτατορικής επιβολής. Ο στόχος πλέον δεν είναι οι όποιες «αντιεξουσιαστικές ομάδες» που «πυρπολούν και καταστρέφουν» (η αστική επιχειρηματολογία του Δεκέμβρη του 2008), για να προκληθεί η συντηρητική συσπείρωση των μικροαστών νοικοκυρέων, αλλά το ίδιο το πλειοψηφικό κοινωνικό σώμα, και προφανώς οι πολιτικές και συνδικαλιστικές του πρωτοπορίες.
Προκύπτει έτσι αβίαστα ότι ο σημερινός κρατικός ολοκληρωτισμός απέναντι στις λαϊκές εργατικές και αριστερές δυνάμεις δεν είναι προϊόν μιας ορισμένης «εκτροπής - αυθαιρεσίας» ενός κατά τα άλλα δημοκρατικού - κοινοβουλευτικού κράτους, αλλά η αναγκαστική πολιτειακή απάντηση της κρατικής εξουσίας απέναντι σε κάθε μορφή κοινωνικής αντιπολίτευσης που αμφισβητεί τη γενικευμένη καταστροφή των λαϊκών εργαζομένων δυνάμεων. Η αναίρεση δηλαδή του «δημοκρατικού» χαρακτήρα του σημερινού κοινοβουλευτικού καθεστώτος αντιπροσωπεύει την πολιτειακή αντανάκλαση του κοινωνικού εκφασισμού και της ανηλεούς οικονομικής δικτατορίας του κεφαλαίου στη μισθωτή εργασία της κοινωνικής παραγωγής. Έτσι καταργείται και ο δεύτερος πυλώνας της μεταπολεμικής ιστορικής «ισορροπίας» και των «κοινωνικών συμβολαίων», ενώ παράλληλα η ευρεία διολίσθηση του σύγχρονου καπιταλισμού από τις διαδικασίες εξαγωγής σχετικής υπεραξίας σε άγριες πλέον μορφές εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, τουλάχιστον σε πολλούς παραγωγικούς τομείς, αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.
Η κατανόηση και επίγνωση αυτής της σημερινής πραγματικότητας, όπου η ολοσχερής αποδόμηση των κοινωνικών εργατικών κατακτήσεων ολοκληρώνεται με την εκτεταμένη χρήση της κρατικής αστυνομικής καταστολής, αναδεικνύει και τον βαθιά πολιτικό δημοκρατικό χαρακτήρα του σύγχρονου κοινωνικού εργατικού ζητήματος και κινήματος. Βέβαια αυτό το γεγονός υποσκάπτει μεσοπρόθεσμα τα θεμέλια της αστικής ηγεμονίας και της καπιταλιστικής κυριαρχίας, στο μέτρο που αυτές ασκούνται σε μια «έρημο» κοινωνικής συναίνεσης. Ωστόσο οι αστικές πολιτικές και επιχειρηματικές δυνάμεις δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά εφόσον είναι υποχρεωμένες από την ίδια τους τη φύση να εξασφαλίσουν την επιβολή των οδυνηρών όρων υπέρβασης της καπιταλιστικής κρίσης προς όφελός τους, μια και οποιαδήποτε κεϋνσιανή οικονομική «παρέκκλιση» εξορκίζεται ως «κόκκινος εχθρός». Γι' αυτό και το σημερινό απεργιακό εργατικό κίνημα που έχει βαθιές οικονομικές και κοινωνικές αφετηρίες αναδεικνύεται ταυτόχρονα σε δημοκρατικό ταξικό κίνημα, συνδέοντας στρατηγικά τις ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές με την πιο πλήρη ανάπτυξη της δημοκρατίας στις λαϊκές της διαστάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου