Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Ανανέωση

Του ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ*
Η απειλή εξόδου της Ανανεωτικής Πτέρυγας από τον Συνασπισμό, όπως αυτή καταγράφηκε στο συνέδριο του κόμματος την περασμένη εβδομάδα, πραγματικά σημαίνει ένα ορισμένο τέλος εποχής για τον συγκεκριμένο χώρο της «ανανεωτικής Αριστεράς».
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν αυτό το «άδοξο» τέλος μπορεί αύριο να σημάνει μια άλλη «ένδοξη» πορεία. Ακόμα όμως και αν πρόκειται για μια κίνηση τακτικής από την πλευρά των ανανεωτικών, και όχι για το πρώτο βήμα της εξόδου, η κίνηση αυτή δεν είναι λιγότερο εύγλωττη των μεγάλων προβλημάτων φυσιογνωμίας και πολιτικής στρατηγικής του χώρου.
Εχει δίκιο η Ανανεωτική Πτέρυγα όταν αντιτάσσεται σθεναρά στην απροσχημάτιστη διολίσθηση του χώρου στον αριστερισμό, με όποια μορφή και αν αυτή επιχειρείται. Πράγματι, ο χώρος αρκετές φορές δίνει τη βάσιμη εντύπωση της προσχώρησής του, μέσω μιας άτυπης, υποτίθεται ριζοσπαστικής, και σε κάθε περίπτωση συνοπτικής, κινηματοποίησής του, στον αστερισμό ενός ανεύθυνου, συνθηματολογικού, τελικά εφήμερου ακτιβισμού. Μέσα στον οποίο μπορεί κανείς να βρει σχεδόν ό,τι θέλει, εκτός από εκείνο το πνεύμα του κριτικού ορθολογισμού που συνόδευε την ύπαρξη του πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού. Και γι' αυτό μπορεί κάποιος να κατανοήσει και να δικαιώσει ηθικά τουλάχιστον αυτή την απειλή εξόδου από ένα χώρο ο οποίος ελάχιστα θυμίζει ως προς το πολιτισμικό του ήθος μια ακριβή κληρονομιά.
Ωστόσο, επειδή εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στον χώρο της πολιτικής, η αναμενόμενη έξοδος από μόνη της δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα βασικά προβλήματα στρατηγικού προσανατολισμού. Η κριτική σε αριστερίστικες εκτροπές είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη για τον ιδεολογικό αυτοπροσδιορισμό και την πολιτική αυτονομία του ανανεωτικού χώρου. Αν, τελικά, η ανανεωτική πτέρυγα βρεθεί εκτός Συνασπισμού, θα κληθεί να επικαιροποιήσει το ανανεωτικό της σχέδιο, να ξανασυλλαβίσει τη διαφορά της. Ενάντια σε ποιους και με ποιους;
Εδώ, ο αναμνηστικός ευρωκομμουνισμός δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Θα ήταν ίσως επαρκής ως επίκληση μιας πολιτισμικής κληρονομιάς, αν είχαμε να κάνουμε με την ίδρυση μιας «λέσχης», όχι όμως ενός κόμματος. Στις σημερινές συνθήκες «κρίσης» της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτικής της τάξης, έκπτωσης του αριστερού λόγου σε έναν άσφαιρο και βολικό «αντιπλουτοκρατισμό», η διολίσθηση του αριστερού λόγου, μέσω του ρεαλισμού, σε μια κουλτούρα συνδιαχείρισης θα ήταν το πολυτιμότερο δώρο στον αριστερισμό.
Για να το πούμε διαφορετικά: το πρόβλημα δεν είναι αν ο χώρος της ανανέωσης θα πάει ή όχι, κάποια στιγμή, με το ΠΑΣΟΚ, αφού προηγουμένως επιχειρήσει να κάνει μια στάση στους Οικολόγους, αλλά αν, στο μεταξύ, καταφέρει να συγκροτήσει έναν επίκαιρο, μίνιμουμ, πειστικό αντικαπιταλιστικό λόγο. Μέχρι σήμερα, προφανώς έχοντας μια μετωπική αντιπαράθεση με τον αριστερισμό, δεν διακρίθηκε σε αυτό το άθλημα. Ορισμένοι μάλιστα θα έλεγαν ότι η εν λόγω αντιπαράθεση βόλεψε τους ανανεωτικούς, αφού αυτοί αποποιήθηκαν το καθήκον άσκησης μιας αριστερής αντιπολίτευσης. Τώρα, αυτό το χρέος αποκτά άλλη βαρύτητα και οφείλει με έλλογο τρόπο να αποτελέσει προτεραιότητα.
Πρόκειται για ευρύτερο πρόβλημα, που αφορά το σύνολο του σοσιαλφιλελεύθερου χώρου στην Ελλάδα, με τον οποίο οι ανανεωτικοί διατηρούν, και ορθώς, προνομιακές σχέσεις. Δεν μπορεί, παραδείγματος χάρη, να γίνεται κατά το κοινώς λεγόμενο ο κακός χαμός με το ζήτημα των «συντάξεων», και ο εν λόγω χώρος να σιωπά έμπλεος μιας νεο-εκσυγχρονιστικής αλαζονείας. Η «μόλυνση» από τα δεξιά ήταν ένας άλλος πειρασμός για την ανανεωτική Αριστερά, ας μην το ξεχνάμε...
*Διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου