Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Αυτή τη φορά το σύνθημα το φώναζαν χιλιάδες διαδηλωτές και όχι μόνον κάποιες περιθωριακές ομάδες: «Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή!» Η οικονομική χρεοκοπία συμπαρασύρει στην πτώση το κύρος και τη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.
Είναι αλήθεια ότι, στους καιρούς μας και σε όλη την αναπτυγμένη Δύση, η φιλελεύθερη δημοκρατία προσλαμβάνει όλο και πιο έντονα ολιγαρχικά χαρακτηριστικά. Μπροστά σε αυτή τη σοβαρή κρίση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, ορισμένοι σχολιαστές μεταφράζουν το αίτημα για περισσότερη δημοκρατία σε ριζική κριτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και σε διεκδίκηση πολιτικής ανατροπής και αντικατάστασής της από την άμεση δημοκρατία.
Το αξίωμα πάνω στο οποίο στηρίζεται συνήθως η κριτική της αντιπροσώπευσης είναι ο παλιός ρουσοϊκός ισχυρισμός ότι μόνον η άμεση δημοκρατία είναι αληθινή δημοκρατία, ενώ η αντιπροσώπευση προδίδει το δημοκρατικό ιδεώδες ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σύστημα διαμόρφωσης και εναλλαγής των ελίτ με εκλογικές διαδικασίες. Ενα σύστημα δηλαδή που δεν μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατικό, επειδή οι πολίτες απαρνούνται την κυριαρχία τους, επιλέγοντας μόνον τους αντιπροσώπους που θα δρουν και θα αποφασίζουν για λογαριασμό τους. Ενα σύστημα το οποίο, ακόμα και αν έχει ένα δημοκρατικό θεμέλιο (η ψήφος είναι δικαίωμα που αποδίδεται σε ίσο βαθμό σε όλους τους πολίτες), καταλήγει να έχει ολιγαρχικά αποτελέσματα, αφού συγκεντρώνει την εξουσία σε ένα ολιγάριθμό σώμα αντιπροσώπων.
Την ιδέα ότι η αντιπροσώπευση είναι μεν μια αναγκαία επινόηση, αλλά δεν είναι ένας γνήσια δημοκρατικός θεσμός, την συμμερίζονταν όχι μόνον οι θιασώτες της άμεσης δημοκρατίας, αλλά και οι θεωρητικοί των ελίτ, από τον Μόσκα και τον Παρέτο ώς τον Μίχελς και τον Σουμπέτερ.
Αν υιοθετήσουμε αυτή την αρνητική και μειωτική θεώρηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τότε είναι προφανές ότι ελάχιστα περιθώρια μεταρρύθμισης και βελτίωσης των αντιπροσωπευτικών θεσμών υπάρχουν. Η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει όμως ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι μόνον καταμέτρηση των ψήφων για την ανάδειξη μιας πλειοψηφίας. Επιβεβαιώνει επίσης ότι η πολιτική δράση του πολίτη μπορεί να είναι πολύ πιο σύνθετη και πλούσια από τη συμμετοχή του σε μια ψηφοφορία κάθε τέσσερα χρόνια.
Η δημοκρατική αντιπροσώπευση δεν καθιστά υποχρεωτικά «παθητικό» τον πολίτη, αλλά μπορεί υπό προϋποθέσεις να υποκινεί διάφορες μορφές ενεργητικής συμμετοχής στην πολιτική.
Η σημερινή κρίση και η ολιγαρχική εκτροπή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν είναι άσχετες με την κρίση ή την εξαφάνιση των μαζικών ιδεολογικών κομμάτων, τα οποία στο παρελθόν είχαν παίξει κομβικό ρόλο στη σύνδεση των πολιτικών με τους θεσμούς, οργανώνοντας την πολιτική σύγκρουση ή συναίνεση και ελέγχοντας τους εκλεγμένους αντιπροσώπους. Χάρη σε αυτά τα κόμματα, ο «κυρίαρχος λαός» μπορούσε να διατηρεί ενεργή την έμμεση επιρροή του στους θεσμούς. Οταν χάνονται τα μαζικά ιδεολογικά κόμματα ή όταν μετατρέπονται σε εκλογικές μηχανές, που δεν βασίζονται πάνω σε ιδέες και προγράμματα, αλλά κινητοποιούνταν γύρω από έναν ηγέτη ή, ακόμα χειρότερα, μπαίνουν στην υπηρεσία οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων, η δημοκρατία παύει να είναι αντιπροσωπευτική.
Χρειάζεται επομένως να κατανοήσουμε ότι η ψυχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αυτό που ζωογονεί τους θεσμούς της, είναι η κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση, οι μαζικές πολιτικές οργανώσεις, η ζύμωση των ιδεών και ο πολιτικός ανταγωνισμός που αυτές τροφοδοτούν. Η ψήφος δεν είναι η μοναδική στιγμή της δημοκρατικής απόφασης. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν χαρακτηρίζεται μόνον από την εκλογική διαδικασία, αλλά και από τη διαρκή επεξεργασία ιδεών, προτάσεων, ιδεολογιών, προγραμμάτων, που προετοιμάζουν, προσανατολίζουν και δικαιολογούν τις συλλογικές αποφάσεις ή ακόμα και την επιλογή της ψήφου. Η κινητοποίηση κοινωνικών κινημάτων διαμαρτυρίας και διεκδίκησης, η διαμόρφωση ομάδων πίεσης, οι διαδηλώσεις, οι απεργιακοί αγώνες των εργαζομένων, οι ποικίλες δράσεις που αναπτύσσουν οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών είναι εκδηλώσεις που ενισχύουν και εμπλουτίζουν τη δημοκρατική ζωή της πολιτείας. Διευρύνεται έτσι το νόημα και το περιεχόμενο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, προκειμένου να συμπεριλάβει τις τυπικές ή άτυπες δραστηριότητες μέσα από τις οποίες οι πολίτες συμμετέχουν στην πολιτική πριν και μετά τις εκλογές. Η «φωνή του λαού» δεν ακούγεται μόνον από τις δημοσκοπήσεις ούτε μόνον όταν οι ψηφοφόροι φτάνουν μπροστά στις κάλπες. Με αφετηρία τον 18ο αίωνα, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία επινόησε και προώθησε πολλές δυνατότητες ενεργητικής συμμετοχής στην πολιτική, που δεν υπήρχαν προηγούμενα. Αυτές οι νέες δυνατότητες γεννήθηκαν όχι απλώς επειδή η σύγχρονη κοινωνία στηρίζεται στον καταμερισμό της εργασίας και στον διαχωρισμό ανάμεσα σε κοινωνικό και πολιτικό, αλλά και επειδή το πολιτικό σύστημα έγινε αντιπροσωπευτικό. Η ιστορική εμπειρία διαψεύδει επομένως την ιδέα ότι η αντιπροσώπευση δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί και να βελτιωθεί, επειδή από τη φύση της δεν είναι δημοκρατική. Είδαμε ότι η δημοκρατική πολιτική δεν είναι μόνον ανάθεση ή δεσμευτική εντολή, δεν είναι μόνον εκλογή ορισμένων αντιπροσώπων. Εξάλλου, ακόμα και οι εκλογικές αναμετρήσεις δεν είναι μόνον μια τεχνική για την επίλυση της σύγκρουσης για την εξουσία. Οι εκλογές έχουν τη δύναμη να εκτονώνουν τα πάθη, την οργή, τις εχθρότητες, και έτσι επιτρέπουν στην κοινωνία να αλλάζει την πολιτική ηγεσία χωρίς να προσφεύγει στη βία.
Χρειάζεται επομένως να βλέπουμε στην αντιπροσώπευση έναν δημοκρατικό θεσμό και όχι μια «προδοσία» ή μιαν αναδίπλωση σε σχέση με ένα ανώτερο πρότυπο, που υποτίθεται ότι είναι η άμεση δημοκρατία. Αν δεν έχουμε συνείδηση του πόσο «πλούσια» μπορεί να είναι ή να γίνει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δεν μπορούμε να βρούμε λύσεις για να διορθώσουμε τη σημερινή ολιγαρχική της εκτροπή. *
Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου