Οταν καλούνται να μας «σώσουν» από την κρίση οι ίδιοι οι επιχειρηματίες.
Το χάσμα ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία και μια κοινωνία που διαπιστώνει πως μετατρέπεται επ' αόριστον σε πειραματόζωο (με βάση τη γνωστή συνταγή του γαϊδάρου του Χότζα), δύσκολα θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο.
Το μαζικό ξέσπασμα της περασμένης Τετάρτης, με τη μεγαλύτερη διαδήλωση των τελευταίων δεκαετιών και τις βίαιες συγκρούσεις που τη συνόδευσαν, αποκάλυψε σε όλη της την έκταση αυτή την κρίση νομιμοποίησης.
Το πάνδημο πένθος για τα τρία αθώα θύματα της εγκληματικής επίθεσης με μολότοφ σε μια τράπεζα εν λειτουργία, και η προσχηματική επίκλησή του απ' όσους το είδαν σαν μια χρυσή ευκαιρία για να πνίξουν μια και καλή τις λαϊκές αντιδράσεις, δύσκολα μπορεί να κρύψει τη βασική είδηση της ημέρας.
Παρά την εμμονή των καναλιών να μιλάνε για «ειρηνική διαδήλωση» (σε αντιδιαστολή προς τα «έκτροπα»), στην πραγματικότητα, όπως διαπίστωνε όποιος βρισκόταν στο πεζοδρόμιο εκείνες τις ώρες, οι επιθετικές διαθέσεις αγκάλιαζαν το σύνολο σχεδόν όσων κατέβηκαν στους δρόμους. Αυτοί που όρμησαν στη Βουλή δεν ήταν τίποτα αντιεξουσιαστές, αλλά άνθρωποι που στην πλειονότητά τους δεν πρέπει να είχαν ξαναβρεθεί σε δυναμική διαδήλωση.
Πολλοί ρωτούσαν π.χ. «τι είναι αυτό που μας ρίχνουν» (εννοώντας τα δακρυγόνα), ενώ άλλοι διακήρυσσαν μεγαλόφωνα πως, για να τα βγάλουν πέρα με τα ΜΑΤ, την επόμενη φορά «πρέπει να κατεβούν με τα δίκανα». Και δεν ήταν καθόλου κουκουλοφόρος εκείνος ο εξηντάρης με το παλούκι ανά χείρας που, μέσα στους καπνούς των χημικών, εξηγούσε στο κινητό πως «αντί να πεθάνει στο σπίτι του από πείνα προτιμά να πεθάνει πολεμώντας μπροστά στη Βουλή».
Το σύνθημα «είμαστε χιλιάδες, είμαστε πολλοί, σήμερα θα μπούμε όλοι στη Βουλή» δεν το φώναζαν οι «αριστεριστές» αλλά χιλιάδες κόσμου από τα επίσημα μπλοκ των ΔΕΚΟ και της ΓΣΕΕ του Παναγόπουλου. Οι κραυγές «κλέφτες-κλέφτες» και η προτροπή «να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή» έβγαιναν αυθόρμητα από χιλιάδες στόματα.
Ακρως ισοπεδωτικές και πολιτικά αντιδραστικές, αφού στόχος γίνονται όλοι συλλήβδην οι (εκλεγμένοι) «300» κι όχι οι κυβερνήσεις ή οι επιχειρηματίες στους οποίους αυτές έχουν υποταχθεί, οι τελευταίες αυτές κραυγές εκφράζουν κυρίως τη διάχυτη απογοήτευση από την πλήρη υποταγή των εκάστοτε κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών στις πολιτικές επιλογές που μας έφεραν ως εδώ.
Οι «έχοντες και κατέχοντες» (και οι επικοινωνιακές τους εκπροσωπήσεις) διαπιστώνουν έτσι την ανάγκη προετοιμασίας της εναλλακτικής λύσης, αναζήτησης δηλαδή του πολιτικού εκείνου προσωπικού που θα μπορούσε να διαχειριστεί την επώδυνη (για τα λαϊκά στρώματα) μετάβαση προς το άγνωστο. Οι σχεδιασμοί αυτοί δεν έχουν φυσικά τίποτα προδιαγεγραμμένο: τα αφεντικά ψάχνουν κι αυτά στα τυφλά για τη συνταγή που θα εκτρέψει τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε βολικές (γι' αυτά) κατευθύνσεις. Το παράδειγμα του Μπερλουσκόνι, στη γειτονική μας Ιταλία, είναι κάτι παραπάνω από εύγλωττο για το είδος του «επικοινωνιακού βοναπαρτισμού» στον οποίο μπορεί να καταλήξουν αυτές οι αναζητήσεις.
Προηγείται βέβαια η προετοιμασία του εδάφους, με τη διάχυση των ευθυνών σε όλους «τους πολιτικούς» (χωρίς ν' αμφισβητείται η ανάγκη μιας κεντρικής κυβέρνησης, και μάλιστα με στιβαρό χέρι) και την προληπτική καταστολή του «εσωτερικού εχθρού». Τα ηλεκτρονικά -κυρίως- ΜΜΕ, που ευλόγησαν το ξέφρενο πάρτι της Ολυμπιάδας, ύμνησαν τις στρατηγικές επιλογές των κυβερνήσεων Σημίτη-Καραμανλή και το τελευταίο εξάμηνο επέβαλαν (μέσα από ένα πρωτοφανές προπαγανδιστικό μπαράζ) το «μονόδρομο» της υποταγής στη δικτατορία των αγορών, αναδεικνύονται ξανά σε βασικούς μηχανισμούς της «αλλαγής καθεστωτικής φρουράς».
Ο νέος «εσωτερικός εχθρός»
Πρώτο βήμα είναι η προσπάθεια προληπτικής εξουδετέρωσης όσων φωνών θα μπορούσαν να «εκτρέψουν» τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς μια ανεπιθύμητη (για το κεφάλαιο) κατεύθυνση.
Πρέπει να είναι κανείς κακόπιστος για να μη διαπιστώσει ότι, παρά τα όρια και τις αδυναμίες τους, οι δυνάμεις της αριστεράς μάς είχαν έγκαιρα προειδοποιήσει για το πού οδηγούσε η «ισχυρή Ελλάδα» των τελευταίων δεκαετιών: είτε πρόκειται για το όργιο της «νόμιμης» διασπάθισης του δημόσιου πλούτου εν ονόματι του «εθνικού στόχου» της Ολυμπιάδας, είτε για το ταξικό περιεχόμενο της οικοδομούμενης «Ευρώπης των αγορών», πάντα υπήρχε κάποιος να σημάνει συναγερμό και να καλέσει σε αντίσταση.
Για τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς μας ηγεμόνες του «μεσαίου χώρου», οι φωνές αυτές ήταν «παλιομοδίτικες», «μίζερες», «προκατειλημμένες», «γραφικές». Σήμερα, που η ιστορική εξέλιξη τις δικαιώνει, οι ίδιοι μηχανισμοί τις αναγορεύουν πλέον (ή μάλλον ξανά) σε «επικίνδυνες» για την «εθνική μας επιβίωση».
Δεν είναι μόνο ο Γιώργος Καρατζαφέρης που, μετά τους «κουκουλοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ», ανακάλυψε τώρα πως και το ΚΚΕ «ό,τι δεν κατόρθωσε επί Γεωργίου Παπανδρέου του πρεσβυτέρου, το προσπαθεί και πάλι τώρα, επί Γεωργίου Παπανδρέου του νεωτέρου», με αποτέλεσμα να «απειλείται» όχι «μόνο η Οικονομία μας, αλλά ενδεχομένως η Δημοκρατία και το Σύνταγμα».
Τα περισσότερα κανάλια, μ' επικεφαλής το Σκάι, έσπευσαν κι αυτά να καταγγείλουν σε κάθε τόνο τους «παρεκτρεπόμενους» διαδηλωτές της περασμένης Τετάρτης σαν εθνικούς προδότες. Σε μια απίστευτη επίδειξη πολιτικής υποτέλειας, ο Πέτρος Ευθυμίου μας εξηγούσε το ίδιο βράδυ, από τις συχνότητες του Alter, πως ακόμη και η εικόνα μιας Αθήνας γεμάτης διαδηλωτές και ΜΑΤ είναι απαράδεκτη, αφού ενδεχομένως να μη συνάδει με τα κέφια κάποιου τουριστικού μεγαλοπράκτορα!
Από κοντά και μια μερίδα του τύπου. «Ουδείς μιλά για αυτούς που δεν οργανώνουν απλώς απεργίες, συχνά δίκαιες, αλλά στήνουν μηχανισμούς διάλυσης και χρεοκοπίας», ξεσπαθώνει στον «Ελεύθερο Τύπο» ο Αγαμέμνων Φαράκος (29/4). «Για αυτούς που εσκεμμένα διώχνουν στον αγύριστο κάθε επενδυτή, διώχνουν τους τουρίστες... Ολα τα προηγούμενα χρόνια έκλεισαν εσκεμμένα κάθε ξένη επένδυση, στο όνομα του αγώνα κατά της πλουτοκρατίας, ρίχνοντας χιλιάδες Ελληνες στην κόλαση της ανεργίας. Μια πραγματική 5η φάλαγγα κατά της Ελλάδας. Ισως καλά να πάθουμε, αφού τους αφήσαμε -νικημένους μάλιστα- να γράψουν αυτοί τη μεταπολεμική Ιστορία της Ελλάδας».
Ο Γιάννης Μαρίνος καταγγέλλει πάλι στο «Βήμα» (2/5) την ανοχή των κυβερνήσεων Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ «στο διαβρωτικό και παραπλανητικό λαϊκισμό των κομμάτων της αριστεράς», που «προσβλέπουν πάντα στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, σε ανταγωνισμό με τους αναρχικούς»! Τώρα δε, «με την κυβέρνηση αδρανή και αδιάφορη να αφήνει να πολιορκούνται ακόμα και τα ξενοδοχεία της πλατείας Συντάγματος από το ΠΑΜΕ», μας διαβεβαιώνει, «βαδίζουμε προς το οικονομικό χάος και την κατάλυση της προβληματικής πια δημοκρατίας μας».
Οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ και της ΟΛΜΕ, αποκαλύπτει στο «Πρώτο Θέμα» (2/5) ο Θέμος Αναστασιάδης, «εφαρμόζουν ένα εμπνευσμένο σχέδιο ολοκληρωτικής διάλυσης της χώρας ενόψει της παλινόρθωσης του (αν)ύπαρκτου κομμουνισμού. [...] Το γεγονός ότι η αριστερά, ανανεωτική ή μη, έχει 'φλιπάρει' και θέλει να τα κάνει όλα γης μαδιάμ μας αφήνει μόνο δυο επιλογές: Η πρώτη είναι να τους σπάσει κάποιος τον τσαμπουκά και να τους βάλει στη θέση τους, καθότι δεν εκπροσωπούν ούτε το 10% του ελληνικού λαού. Υπάρχει όμως κάποιος να τους βάλει στη θέση τους;»
Κι ο κατάλογος των εχθρών του έθνους μεγαλώνει: «Πόσοι "διαδηλωτές" επιστρατεύθηκαν, πόσες φορές, για να παραστήσουν τους "Οικολόγους" και να υπάρξει μεθοδευμένο σαμποτάζ κατά της ενεργειακής αυτονομίας της Ελλάδας;», αναρωτιέται ρητορικά ο Μάκης Δεληπέτρος στην «Απογευματινή (29/4). «Πόσοι "αναλυτές" έβαλαν κατά του "Ελληνικού Εθνικισμού'', ώστε να γίνει η χώρα τόπος ανάδειξης θεωριών χωρίς φανερό νόημα και να διαλυθεί ο κοινωνικός ιστός;»
«Εξωσυνταγματικές» επαγγελίες
Πρέπει, λοιπόν, να μπει τάξη. Πρωταγωνιστής στην καμπάνια για την επιβολή της αναδεικνύεται το συγκρότημα Αλαφούζου, με τις (γνωστές και από παλιότερες «αντιτρομοκρατικές» επιδόσεις τους) επώνυμες υπογραφές του.
Χαρακτηριστικό το πολυσυζητημένο άρθρο του Τάσου Τέλλογλου στο protagon.gr (28/4), όπου «διαπιστωνόταν» πως «ο πολιτικός χρόνος αυτής της κυβέρνησης έχει παρέλθει» και σκιαγραφούνταν η επερχόμενη «νέα Μεταπολίτευση»: «Το πιθανότερο είναι ότι και η επόμενη θα έχει ως βασικό κορμό της το ΠΑΣΟΚ. Είναι ανάγκη να έχει πρωθυπουργό τον κ. Παπανδρέου;»
Το ψωμί βρίσκεται στον ιδιότυπο διάλογο που ακολουθεί, δίκην «σχολίων», μεταξύ του συγγραφέα και άλλων συντελεστών του ίδιου πόρταλ:
«Να γίνει δηλαδή συνέδριο και εκλογή άλλου αρχηγού εν μέσω αυτής της απερίγραπτης κατάστασης ή απλώς να παραιτηθεί ο Γιώργος υπέρ κάποιου άλλου - του Χρυσοχοΐδη π.χ.;», αναρωτιέται ο Αρης Δαβαράκης, και ο Τέλλογλου σπεύδει να διευκρινίσει:
«Το ΠΑΣΟΚ δεν διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση για τα μέτρα που θα ανακοινωθούν. Να κάνουμε εκλογές; Δεν είμαστε αυτόχειρες. Αρα τι μένει; Μια κυβέρνηση σαν κι εκείνη του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούλιο του 1974, από όλους τους πολιτικούς χώρους. Η κυβέρνηση αυτή πρέπει να έχει έκτακτες εξουσίες, για να το πω πιο απλά η χώρα είναι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς δικτατορία αλλά ορισμένα άρθρα του συντάγματος πρέπει να βγουν 'εκτός' ή να ερμηνευτούν ανάλογα. Εκδηλώσεις σαν κι εκείνες του ΠΑΜΕ στον Πειραιά πρέπει να δίνεται η δυνατότητα [να] κηρύσσονται αμέσως παράνομες με διαδικασίες αυτόφωρου, πρέπει να περιοριστεί το δικαίωμα της απεργίας αλλά και της διαμαρτυρίας σε ευαίσθητους τομείς. [...] Ο Παπανδρέου είναι ακατάλληλος για να ηγηθεί μιας τέτοιας κυβέρνησης».
Και λίγο αργότερα προσθέτει, ως απάντηση στις διαμαρτυρίες πολλών αναγνωστών: «Στο κάτω-κάτω της γραφής, ο κάθε λαός έχει τη δημοκρατία που του αξίζει».
Από μηχανής Θεός;
Αντιμέτωπος με τις αντιδράσεις που προκάλεσε η ωμή πρότασή του για συνταγματική εκτροπή, ο εισηγητής θα επιχειρήσει στη συνέχεια (1.5) να σχετικοποιήσει κάπως τα πράγματα. Ακόμη κι εκεί, ωστόσο, επιμένει στον προληπτικό περιορισμό των κινητοποιήσεων: «όλες οι συγκεντρώσεις πρέπει να εγκρίνονται από την αστυνομία».
Οι αυταρχικές λύσεις θέλουν ωστόσο και τον «γκουρού» τους - που, κατά κανόνα, είναι είτε κάποιος αντιδημοφιλής πολιτικός (βλ. Μεταξάς, Μαρκεζίνης) είτε κάποιος εξωκοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του «επιχειρηματικού κόσμου». Τα περασμένα χρόνια, κάποιοι μας πρότειναν σαν σωτήρα τη «δυναμική» Γιάννα Αγγελοπούλου, που τελικά αποδείχθηκε ικανή να ξετινάξει το δημόσιο ταμείο με τη «λαμπρή» Ολυμπιάδα της. Σήμερα, τα βλέμματα φαίνεται να επικεντρώνονται στο πρόσωπο ενός άλλου πολυσυζητημένου επιχειρηματία: του Ανδρέα Βγενόπουλου της Marfin.
«Ο θυμός της μεσαίας τάξης είναι σήμερα βουβός, αλλά το φθινόπωρο θα γίνει οξύς και κανείς δεν ξέρει πώς θα εκδηλωθεί», εκτιμούσε πρόσφατα ο Αλέξης Παπαχελάς («Καθημερινή» 21.4). «Κάποιοι έμπειροι προβλέπουν ότι τον επόμενο χειμώνα θα είναι λίγοι οι ενεργοί πολιτικοί που θα μπορούν να κυκλοφορούν στο δρόμο χωρίς τον κίνδυνο προπηλακισμού». Εξ ου και η ανάγκη για καναλιζάρισμα αυτής της οργής στη «σωστή» κατεύθυνση:
«Ο κόσμος διψάει για δημόσια πρόσωπα που τα λένε 'χύμα', που μοιάζουν έτοιμα να σπάσουν αβγά και έχουν μια πλατφόρμα πολιτικής κάθαρσης. [...] Ο Βγενόπουλος μπορεί να πείθει ή να ακούγεται μονοδιάστατος και απλοϊκός, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι η δίψα της κοινωνίας για νέα πρόσωπα που είναι ή δείχνουν ότι είναι έτοιμα να τα βάλουν με το υπάρχον σύστημα και να εκφράσουν ένα μη ξύλινο πολιτικό λόγο».
Εξίσου σαφής είναι, στην ίδια εφημερίδα, ο Σταύρος Λυγερός (25.4): «Η λαϊκή δυσαρέσκεια συνεχώς συσσωρεύεται και οξύνεται, απειλώντας να συμπαρασύρει το πολιτικό σύστημα. Η Ν.Δ. δεν αποτελεί εναλλακτική λύση. Πληρώνει το βαρύ τίμημα των "αμαρτιών" της κυβέρνησης Καραμανλή». Ευτυχώς, όμως, «υπάρχει το ενδεχόμενο πρωτοβουλίας εκτός πολιτικού συστήματος. Εδώ και καιρό ο μεγαλοεπιχειρηματίας Ανδρέας Βγενόπουλος αρθρώνει πολιτικό λόγο. Αν και ο ίδιος το αρνείται, πολλοί είναι εκείνοι που προεξοφλούν ότι προετοιμάζει το έδαφος για κάθοδο στον πολιτικό στίβο. Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε στην 'Κ' παλαίμαχος πολιτικός, 'στο σημείο που έχουμε φθάσει αν βρεθεί μια ομάδα αξιόπιστων προσωπικοτήτων και συγκροτήσει όχι κόμμα αλλά επιτροπή εθνικής σωτηρίας, δεν θα χρειαστεί να πει πολλά στον λαό για να τον προσελκύσει, προβάλλοντας ένα πρόγραμμα αναγέννησης».
Τη σκυτάλη της ακατάσχετης υμνωδίας παίρνει, στο φύλλο της 2.5, ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς: «δείγμα ανθρώπινης ποιότητας και ηγετικού χαρίσματος στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, έξω από τις συντεχνίες των επαγγελματιών της πολιτικής», γράφει, η συνέντευξη Βγενόπουλου στο Σκάι «για τους νοήμονες Ελληνες ήταν σημάδι ελπίδας».
Από κοντά ο Αρης Δαβαράκης στο protagon.gr (21.4), παλιός συμμαθητής του επιχειρηματία σε «Ιδιωτικόν Εκπαιδευτήριον» του Παλαιού Ψυχικού, αλλά κι ο Γρηγόρης Μιχαλόπουλος που καλωσορίζει με το δικό του τρόπο το νέο εθνοσωτήρα, συνδέοντας την τελευταία συνέντευξή του με την επέτειο της 21ης Απριλίου: «Τότε τα τανκς του Παπαδόπουλου, τώρα τα... MIG του Βγενόπουλου. 43 χρόνια μετά, η Ιστορία θα επαναληφθεί με διαφορετικά πρόσωπα, με διαφορετικά μέσα, αλλά με τον αυτό σκοπό: τη Σωτηρία του Τόπου!» Η zougla.gr και η «Veto» του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου αναγορεύουν τέλος τον επιχειρηματία στον «καταλληλότερο να διαχειριστεί τα οικονομικά της χώρας» (2.5).
Κέρδη uber alles
Τι ακριβώς όμως «επαγγέλλεται» ο προβαλλόμενος ως νέος μας «σωτήρας»; Ενα πρώτο δείγμα μάς το έδωσε η ανακοίνωσή του την περασμένη Τετάρτη, με αφορμή το φόνο των τριών «συναδέλφων» του: ένα ωμό πολιτικό μανιφέστο κατά των «διαδηλωτών και αναρχικών» που «πολιορκούσαν το κατάστημά του», των «ηθικών αυτουργών που δεν θα τιμωρηθούν ποτέ» και των «ξύλινων πολιτικών λόγων», με αρκετά προφανές το διαταύτα.
Επί της οικονομίας όμως; Αν παρακάμψουμε διάφορα σχόλια γενικής φύσης, που θα μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε εγγράμματος διέθετε τον ίδιο άπλετο τηλεοπτικό χρόνο (και την ευμένεια των παρουσιαστών), οι απόψεις Βγενόπουλου είναι επί της ουσίας η εξής μία: κάτω τα χέρια από τα κέρδη μας.
«Η λέξις επιχειρηματικότητα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι νεκρή», εξηγούσε στους Παπαδημητρίου-Παπαχελά (20.4). «Καταρχήν ξεκινάμε από τη δαιμονοποίηση του κέρδους. Υπάρχει μια θεμιτή απόδοση, πόσο να πούμε, να πούμε ότι είναι 10%, 11%; Μέχρι εκεί το κεφάλαιο πρέπει να το χαϊδεύεις, να το προστατεύεις, να απαντάς στα τηλέφωνα αν είσαι υπουργός, να το βοηθάς με τα φαινόμενα της γραφειοκρατίας, να το βοηθάς. Και από κει και πάνω που αρχίζουνε τα υπερκέρδη, να του βάζεις τη φορολογία».
Οσο για επενδύσεις, πρέπει να τις βάλουν όχι οι ιδιώτες αλλά... το κράτος: «Δεν έχουμε άλλη εναλλακτική λύση παρά να πάμε σε μια μορφή κρατικού καπιταλισμού, τουλάχιστον για μια περίοδο έως ότου αποκατασταθούν ορισμένες ισορροπίες στην αγορά» (Alter 22/2). Κι αν το τελευταίο έχει στεγνώσει, πάντα υπάρχει κάτι για ξεπούλημα: «Υπό την μορφή των ρευστών προφανώς δεν υπάρχουν» χρήματα, «υπό την μορφή της ακίνητης περιουσίας όμως μπορεί να υπάρξουν». Αλλωστε, «το ΔΝΤ έχει περάσει και από την Ουγγαρία και τα αποτελέσματα ήταν μια χαρά».
Προϋπόθεση για μια τέτοια πορεία αποτελεί όμως η πλήρης άλωση του κρατικού μηχανισμού από υπαλλήλους (κυριολεκτικά) του κεφαλαίου: «Οι άνθρωποι που πρέπει να μπούνε στην πολιτική πρέπει να είναι άνθρωποι νεότεροι. Εμείς στον δικό μας όμιλο -που δεν αμφιβάλλω ότι αυτό γίνεται και σε άλλους ομίλους- έχουμε 20 στελέχη πρώτης γραμμής, τα οποία είναι μεταξύ 35 και 45, όπου ο καθένας από αυτούς θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερος από τους περισσότερους υπουργούς».
Προθέσεις σαφείς και ξεκάθαρες. Ευτυχώς, όμως, η Ιστορία δεν γράφεται αποκλειστικά και μόνο με βάση τα σενάρια των «από πάνω» (ή κάποιων μερίδων τους), αλλά και απ' αυτό που κάποιοι «παλιομοδίτες» εξακολουθούν ν' αποκαλούν έκβαση της ταξικής πάλης...
Για συνέχεια βέπε εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου